βαφιάς

βαφιάς
ο красильщик; маляр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βαφιάς" в других словарях:

  • βαφιάς — ο (AM βαφεύς, έως, Μ και βαφέας) αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφεύς < βαφή, οι δε τύποι βαφέας και βαφιάς είναι μεταπλασμένοι τ. του βαφεύς] …   Dictionary of Greek

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • βαφεύς — ο βλ. βαφιάς …   Dictionary of Greek

  • βαφιάτικα — τα [βαφιάς] το ποσό που πληρώνεται για τη βαφή υφάσματος ή νήματος …   Dictionary of Greek

  • βαφέας, ο — και βαφιάς,ο ο μπογιατζής, αυτός που έχει ως επάγγελμα το να βάφει: Το σπίτι είναι άνω κάτω γιατί έχουμε βαφιάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»